Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

φωλία, φωλεα

         
den

         

Ερμηνεία:

1. Η κατοικία  ενός άγριου συνήθως αρπακτικού ζώου, ή πτηνού
2. Μια κοιλότητα του εδάφους, που χρησιμοποιείται, για να κρυφτεί κάποιος, το κρυσήγετό ή λημέρι του.
3. Ένα σπήλαιο ή μια κοιλότητα στη γη που χρησιμεύει ως κρησφύγετο
4. Άντρο μυστικής δραστηριότητας
5. Μια ασήμαντη, απομονωμένη μικρή κατοικία
6. Μια απομονωμένη, εντοπισμένη εστία μικροβίων
7.Το "θαλάμι" του χταποδιού.
 
 


Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Den-Associated Behavior of Octopus rubescens Revealed by a Motion-Activated Camera Trap System. Humbert JW, Williams K, Onthank KL.Integr Comp Biol. 2022 Oct 29;62(4):1131-1143.

Impact of sympatric carnivores on den selection of wild giant pandas. Lai XL, Zhou WL, Gao HL, Wang M, Gao K, Zhang BW, Wei FW, Nie YG.Zool Res. 2020 May 18;41(3):273-280. 

Effects of fermented rice bran on DEN-induced oxidative stress in mice: GSTP1, LINE-1 methylation, and telomere length ratio. Park MK, Lee JC, Lee JW, Kang S, Kim J, Park MH, Hwang SJ, Lee M.J Food Biochem. 2020 Jul;44(7):e13274. 



Συνώνυμα:
άντρο, κρησφύγετο, λημέρι





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ζωολογία: